- σπιρομετρία
- η, Νιατρ. μέτρηση με τη βοήθεια τού σπειρομέτρου τών όγκων τών αερίων που κινητοποιούνται με τις αναπνευστικές κινήσεις και τών αναπνευστικών αποδόσεων σε κατάσταση ηρεμίας και κόπωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. spirometrie (< λατ. spiro «αναπνέω» + -μετρία*)].
Dictionary of Greek. 2013.